Νοέμβρης. Είναι έξι και μίση και νιώθεις ότι είναι εννιά το βράδυ, ακόμα δε συνήθισες την αλλαγή της ώρας. Κατεβαίνεις από το λεωφορείο στην Εγνατία και ξεκινάς να κατηφορίζεις. Μόλις τέλειωσε η βροχή και ο κόσμος ξεχύθηκε πάλι στο δρόμο να συνεχίσει οτι έκανε. Για μια ακόμα φορά αναρωτήθηκες πως γίνεται και μόλις βρέχει ο κόσμος γίνεται όλος και περισσότερος... λες και κρυβόταν και περίμενε τη βροχή. Δε σε πτοεί όμως, μπαίνεις στο πρώτο καφέ που βρίσκεις στο δρόμο σου και παραγγέλνεις έναν καφέ στο χέρι. Τι περίεργη και υπέροχη αίσθηση να καίγεται το παγωμένο σου χέρι. Μπερδεύεται το μυαλό βλέπεις, δε μπορεί να καταλάβει τι πρέπει να αισθανθεί...
Κόβεις δρόμο μέσα από τα στενά για να μη σε φυσάει ο αέρας και για να ανακαλύψεις κάτι που για πρώτη φορά θα πέσει στα μάτια σου και ας στεκόταν εκεί χρόνια. Βγαίνεις στη Τσιμισκή. Βαβούρα, τρέξιμο,κόρνες και τρεις ξεχασμένοι τουρίστες ξανθοί και χλωμοί. Και ξαφνικά χαμόγελο. Για άλλη μια φορά το παιδικό σου παιχνίδι, να περνάς διαγώνια το τεράστιο τσιμεντένιο κομμάτι της Αριστοτέλους νιώθοντας πως είσαι μια σταλιά σε τόσο άδειο χώρο. Ένα άδειο σημείο στο κέντρο της πόλης, Ειρωνεία.
Η βροχή τα άφησε όλα να γυαλίζουν κάτω από τα φώτα, η θάλασσα μπλέχτηκε στον αέρα και συ φτάνεις στο λιμάνι. Βρίσκεις κάπου να καθίσεις,δε σε νοιάζει αν θα βραχείς. Ο καφές σου έχει φτάσει στη μέση. Έχεις άλλη μισή ώρα δική σου... στο μυαλό σου τριγυρίζει η σκέψη πόσο μαγικά θα γινόντουσαν όλα αν ξαφνικά σε όλη τη πόλη υπήρχαν μεγάφωνα που έπαιζαν Παυλίδη. /λυπάμαι που έφυγα εκείνη τη νύχτα κρυφά/. Ένας περαστικός διακόπτει.
-Κοπελιά, μήπως έχεις ένα τσιγάρο;
-Όχι...ίσως την επόμενη φορά...
Χαμογελά και φεύγει...κάνεις να πιεις μια ακόμα γουλιά καφέ μα τέλειωσε. Ειρωνεία. Χαμογελάς και φεύγεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου